- ευοχώ
- εὐοχῶ, -έω (Α) [εύοχος]1. παθ. εὐοχοῡμαι, -έομαι(για ελέφαντα) κατά το λεξ. Σούδα «εὐοχεῑται, ἐπὶ τοῡ ἐλέφαντος, καλῶς ἡνιοχεῑται»2. το «εὐοχούμενοι ἵπποι», στον Ξεν. είναι εσφαλμ. γραφή αντί «εὐωχούμενοι».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐόχῳ — εὔοχος holding firmly masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύοχος — εὔοχος, ον (Α) 1. αυτός που συγκρατεί στερεά, ισχυρά («ἐν δεσμῷ εὐόχῳ», Ιπποκρ.) 2. αυτός που είναι κατάλληλος για συγκράτηση 3. αυτός που εύκολα τηρείται, διαφυλάσσεται, συντηρείται («εΰοχον σχῆμα», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οχος (< έχω),… … Dictionary of Greek